- ἐπιχύσεις
- ἐπίχυσιςpouring uponfem nom/voc pl (attic epic)ἐπίχυσιςpouring uponfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίχυση — η (AM ἐπίχυσις) [επιχύνω] χύσιμο υγρού μέσα ή πάνω σε κάτι αρχ. μσν. ασθένεια τών οφθαλμών αρχ. 1. συρροή («ἐπίχυσις δ’ ὑπερβάλλουσα ἡμῑν πολιτῶν», Πλάτ.) 2. πρόποση («ἐλθόντες εἰς τὸ πίνειν ἐπιχύσεις ἐποιοῡντο», Πλούτ.) 3. επάλειψη, επίχριση 4.… … Dictionary of Greek